Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

1.Τα δένδρα της πόλης: Εισαγωγή της Αναλήψεως το ΄79 - ή μήπως το ’80;

Είναι μια ιστορία σ’ έναν μικρό κήπο. Σ’ ένα δρόμο μικρούτσικο, στο κέντρο. Στον ακάλυπτο μιας ρημαγμένης παλιάς οικοδομής, τέσσερα πατώματα. Ο κήπος είναι στρωμένος τούφες-αγριάδα και διαβολόχορτα. Δεν τον βλέπει ήλιος, παρά μόνο καλοκαίρια, όταν χτυπά στη τζαμαρία απέναντι. Μα έχει φως. Πως δεν έχει. Δεν είναι σκοτεινά. Και δροσιά έχει. Και τοίχους καταπράσινους με βρύα που φυτρώνουν στην υγρασία των γύψων απ’ τις βροχές και τις φασίνες κι ας είναι πια σχεδόν καλοκαίρι. Είναι ένας μικρός κήπος και γύρω-γύρω ψηλές οικοδομές με τους σοβάδες, έτοιμους να πέσουν. Και ρωγμές, πολλές ρωγμές ακόμη, παντού. Έχει και φωνές άγριες απ’ έξω. Κάποιοι βρίζουνε στον μικρό δρόμο. «Πού ‘σαι ρε πούστη να σε σκίσω», να σε κάνω να σε δείξω, «γαμώ τη μάνα σου», μπλα-μπλα, «το μουνί της», μπλα κι άλλα τέτοια, διάφορα. Στον μικρό δρόμο, δέκα νούμερα όλα κι όλα, έχει μύρια πράγματα να γράψεις, αλλά τώρα κοιτάμε το ένα: το πράσινο φώς της μέρας να βγαίνει απ’ τα χρωματιστά τζαμάκια μιας σιδερένιας πόρτας στο βάθος της εισόδου, δίπλα στο κλιμακοστάσιο του αριθμού 6. Πράσινο φώς που δεν φαίνεται τώρα, γιατί πάει και κολλά όλο στο πράσινο ρούχο του ιδρωμένου χωροφύλακα που βρίζει κι αυτός λαχανιασμένος με το πηλίκιο στο ένα χέρι και το άλλο π΄ ακουμπά ολόκληρο σ΄ένα παρκαρισμένο Ντάτσια.

Η πόρτα είναι μισάνοιχτη πάντα και μια κοτρώνα πιο κει να την κρατάει. Από πίσω ο κήπος. Αριστερά, μια σκαλωσιά πανύψηλη, ντυμένη όλη καφετιά λινάτσα. Σκιές μαστόρων σοβαντίζουνε έναν γκρίζο τοίχο της διπλανής οικοδομής εδώ και βδομάδες. Όχι σήμερα όμως, που είναι γιορτή-μεγάλη και αργία. Δεξιά, στενά μπαλκόνια φορτωμένα άσχημα πράματα: σκούπες, σκάφες, παιδικά ποδήλατα, ρωγμές και μπουγάδες. Θόρυβος ξαφνικός από κλαδιά και φύλα –ίσως ένα αεράκι. Μια μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη στον δεύτερο κι από μέσα ραδιόφωνο με την εκπομπή της «Κολούμπια παρουσιάζει» και κουβέντες που δεν φτάνουν καθαρές στο αυτί. Ένα μικρό κορίτσι κυλιέται στα χόρτα. Γελάει και σέρνεται κατά το δένδρο. Έχει μια κερασιά ο κήπος αυτός από πάντα. Από παλιά. Και πριν τις αντιπαροχές και πριν ακόμη τη φωτιά του ‘17. Εδώ ήταν η «περίκαυστος», ακριβώς. Τσάφ, στο όριο και τα υπόλοιπα, στάχτες..

Το κορίτσι σέρνεται σαν ξανθό σκουλήκι αρπάζοντας με τις χούφτες τα χορτάρια. Σέρνει τα πόδια του σα να ΄ναι ξένα, «το-καημένο-μωρέ», αλλά και, καρ-καρ-καρ-καρ, το σκασμένο, γελά ασταμάτητα. Φτάνει μπροστά στα πόδια ενός άνδρα που τρέμει ακόμα αέρινος. Δίνει μια με φόρα -χοπ- κι αρπάζεται γερά απ’ τα μπατζάκια του. Με δύναμη. Έι-οπ! Με δύναμη! Έι-οπ! Με δύναμη. Πάνω κάτω πηγαίνει ο αέρινος άνδρας. Κουνιούνται τα κλαδιά, κουνιούνται και με σαματά τα φύλα. «Που σαι ρε πούστη» να φωνάζει κι ο μπάτσος απ’ έξω στο δρόμο -το βιολί του αυτός- χαστουκίζοντας από την τσαντίλα το καπό του Ντάτσια και με το πράσινο φώς ακόμη κρατούμενο στο ασορτί ρούχο. Κι ο σαματάς να σηκώνεται. Και ξανά-μανά κουβέντες και ραδιόφωνο από τον δεύτερο. Ώσπου στο τέλος, να! Να που πιάνει το κόλπο της μικρής και να που πέφτουν, επιτέλους, μυστήρια φρούτα από τον ουρανό και τα κλωνάρια. Και «ξανά… ξανά, ξανά!» Και δώστου: και πάνω-κάτω ο άνδρας και τα κλαδιά και τα φύλα. Και πάνω-κάτω με δύναμη. Έι-οπ! Έι-οπ! Και το κορίτσι που σκούζει με τρελή χαρά: «Κεράσια! Κεράσια!» Και μες στο σαματά και τη βροχή-κόκκινα φρούτα και μπουμπουνητά-θροΐσματα, να και μια φωνή, στα ξαφνικά, να τσιρίζει μέσα από χαλαρά μάγουλα χτυπημένα με απόγνωση:

«Αχ! Παναγιά μου! Τον άνθρωπο! Τον άνθρωπο καλέ! Πάει!» και «Πάει!» και «Γιοκ-γιοκ-γιοκ!» Που για όσους δεν ξέρουν, είναι λέξη τούρκικη που την λέμε κι εμείς καμιά φορά, σχίζοντας την ίδια στιγμή με την παλάμη τον αέρα. Λέξη που ανάμεσα σε άλλα πολλά, μπορεί να σημάνει και «τέλος».

*

Αυτά λοιπόν για αρχή και πάμε λίγο πάλι:

Είναι αυτή, λοιπόν, ιστορία σε έναν μικρό κήπο. Ιστορία για κορίτσια κι οπωροφόρα δένδρα της πόλης. Στο λέω να το ‘χεις στο νου σου γιατί θα γράφει κι άλλα διάφορα παρακάτω και κάπως μπερδεμένα, οπότε σε παρακαλώ να προσέχεις! Μη χάσεις τη σειρά και δεν καταλάβεις τίποτα στο τέλος. Κι είναι ιστορία και για άλλα πολλά ακόμη: ιστορία για ντροπή, ιστορία για στεναχώρια, ιστορία για τη μοναξιά καποιανού που κυνηγάνε. Ιστορία για ταλαιπωρημένες ραχοκοκαλιές και αρχαίες κολόνες. Ιστορία για περίεργες διαγνώσεις και αγίους που γουστάρουνε μαρτύρια και, στο καπάκι, ιστορία πού ΄χει και μουσική και λίγα ακόρντα-δώρο, παιγμένα κατά περίπτωση σ’ ένα πιάνο με ουρά ή μια μεθυσμένη κοπέλα. Αλλά κι άλλα πολλά, που όλα τους μπορούν να προκαλούν και κάποιο πόνο, οπότε και χρήζουν προσοχής και συστηματικής παρακολούθησης, χωρίς να ΄ναι και του θανατά, ωστόσο. Σαν τιμημένα ξίφη οκτάχρονων Ζορρό που όσο και να σφάξουν, ξέρεις κάπου και καλά στο φινάλε, ότι δε θά κοβαν στ’ αλήθεια, ούτε καν κι αυτή την ψολή του πεθαμένου του παππού σου.

* *

*

Salonique, 10/XII/10

1 σχόλιο:

panos είπε...

twv agiwv 8eodwrwv (2), mesnmeri nliolousto, n K se diakopes, sxedov 3av8ia, epestreye apo to parko me "eurnmata", pernfavn, fervei mia xoufta kerasia...

filia